εργοδιωκτώ

εργοδιωκτώ
ἐργοδιωκτῶ, -έω (Α) [εργοδιώκτης]
εποπτεύω και επισπεύδω την εκτέλεση έργου («διακόσιοι ἐργοδιωκτοῡντες ἐν τῷ λαῷ», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”